- εμποιώ
- (-έω) (AM ἐμποιῶ)1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.)αρχ.1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», Αριστοφ.)2. διαμορφώνω, σχηματίζω3. (για χρησμό κυρ.) παραποιώ παρεμβάλλοντας, διασκευάζω κάτι γνήσιο με προσθήκη4. γεν. παρεμβάλλω5. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, την πεποίθηση («ἐμποιῆσαι τοῑς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι», Ξεν.)6. μέσ. αντιποιούμαι, εγείρω αξιώσεις, απαιτώ («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
Dictionary of Greek. 2013.